- πυρικαύτωρ
- πῠρι-καύτωρ, ορος, ὁ,A burning with fire, σφαίρης πυρικαύτορα κύκλον Timo67.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρικαύτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που εκπέμπει φωτιά και καίει («σφαίρης πυρικαύτορα κύκλον», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καύτωρ < θ. καυ τού καίω (πρβλ. καυ τήρ) + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek